- χοοπότης
- ὁ, Α(ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που πίνει ολόκληρους χόες («Διονύσῳ χοοπότῃ θυσιάσαντα καὶ τὴν χοῶν ἑορτὴν αὐτόθι καταδεῑξαι», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μονάδα μέτρησης υγρών» + πότης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοοπότῃ — χοοπότης one who drinks whole masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)